3,276,932
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέλλησις''': ἡ, ([[μέλλω]]) βραδύτης, [[ἀδράνεια]], χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. [[σκέψις]] μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, [[ἀργοπορία]], βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις. | |lstext='''μέλλησις''': ἡ, ([[μέλλω]]) βραδύτης, [[ἀδράνεια]], χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. [[σκέψις]] μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, [[ἀργοπορία]], βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> attente;<br /><b>2</b> action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;<br /><b>3</b> pensée <i>ou</i> résolution qui n’aboutit pas.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]]. | |||
}} | }} |