μυλιάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλῐάω''': ([[μύλη]]) [[συγκρούω]], [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, [[ἔνθα]] Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. [[μαλκίω]]).
|lstext='''μῠλῐάω''': ([[μύλη]]) [[συγκρούω]], [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, [[ἔνθα]] Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. [[μαλκίω]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}