3,276,932
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορμολῠκεῖον''': ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, [[φόβητρον]] ἢ [[προσωπεῖον]] εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15. | |lstext='''μορμολῠκεῖον''': ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, [[φόβητρον]] ἢ [[προσωπεῖον]] εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> [[μορμολύκειον]];<br />ου (τό) :<br />mannequin pour faire peur aux enfants.<br />'''Étymologie:''' [[μορμολύττω]]. | |||
}} | }} |