νεοπρεπής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς νέους, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, Πλατ. Νόμ. 892D. 2) [[ἐλευθέριος]], ν. καὶ [[περίεργος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελὴς καὶ [[ἀφελής]], Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2, πρβλ. Wyttenb. 2. 334C.
|lstext='''νεοπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς νέους, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, Πλατ. Νόμ. 892D. 2) [[ἐλευθέριος]], ν. καὶ [[περίεργος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελὴς καὶ [[ἀφελής]], Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2, πρβλ. Wyttenb. 2. 334C.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a l’air jeune.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]].
}}
}}