3,276,932
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰνυήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ [[ταναήκης]], ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν [[ἀκήν]], ὁ κατὰ [[μῆκος]] ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, [[μακρός]], αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768. | |lstext='''τᾰνυήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ [[ταναήκης]], ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν [[ἀκήν]], ὁ κατὰ [[μῆκος]] ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, [[μακρός]], αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> à longue pointe, à la pointe aiguë;<br /><b>2</b> qui s’allonge.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[ἀκή]]. | |||
}} | }} |