ὠμογέρων: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμογέρων''': -οντος, ὁ, ὁ ἔτι [[ἀκμαῖος]] [[γέρων]] μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν [[γῆρας]] (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, [[οἷον]] βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὠμογέρων]]· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, [[ὄντα]] δὲ πρεσβύτην».
|lstext='''ὠμογέρων''': -οντος, ὁ, ὁ ἔτι [[ἀκμαῖος]] [[γέρων]] μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν [[γῆρας]] (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, [[οἷον]] βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὠμογέρων]]· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, [[ὄντα]] δὲ πρεσβύτην».
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><b>1</b> vieillard encore vert;<br /><b>2</b> vieux avant l’âge.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[γέρων]].
}}
}}