3,274,129
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρονημᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[φρόνημα]], ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, [[μεγαλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ὑψηλόφρων]], ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, [[Πολυδ]]. Α΄, 194. | |lstext='''φρονημᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[φρόνημα]], ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, [[μεγαλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ὑψηλόφρων]], ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, [[Πολυδ]]. Α΄, 194. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui a des sentiments élevés, généreux, noble;<br /><b>2</b> hautain, orgueilleux, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[φρόνημα]]. | |||
}} | }} |