3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκεῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἰων. [[οἰκήιος]], η, ον˙ ― ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ ἢ εἰς τὸν οἶκον ἀνήκων, [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσ., δούραθ’ ἁμάξης οἰκήια θέσθαι, ἔχειν αὐτὰ ἀπόθετα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ἔργ. κ. Ἡμ. 455˙ οἰκ. [[λέβης]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 1˙ κήρυξ Σοφ. Τρ. 757˙ ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὑποθέσεις οἰκειακάς, (οἰκηίη, ἴδε ἐν λέξ. [[οἰκία]] ΙΙ), τὰ οἰκεῖα, ὑποθέσεις τοῦ οἴκου, [[περιουσία]], Λατ. res familiaris, Ἡρόδ. 2. 37, Σοφ. Ἀντ. 661, Ξεν., κλ.˙ τὰ οἰκεῖα τοῦ [[ἑαυτοῦ]], τὰ ἐν τῷ οἴκῳ πράγματα, τὴν οἰκειακὴν περιουσίαν, Λυσ. 133˙ 26˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πολιτικά, Θουκ. 2. 40˙ πρὸς τὰ τῆς πόλεως, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ συγγενείας, [[συγγενής]], Λατ. cognatus, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήιοι, ὡς ὄντες συγγενεῖς του, Ἡρόδ. 4. 65˙ οἰκεῖον [[οὕτως]] οὐδὲν ... ὡς [[ἀνήρ]] τε καὶ γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 101˙ ― ἀνὴρ [[οἰκεῖος]], [[συγγενής]], φίλος [[στενός]], Ἡρόδ. 1. 108˙ οἱ οἰκεῖοι, συγγενεῖς, ἀντίθετ. τῷ οἱ ἀλλότριοι, Ἀνδοκ. 31. 7, πρβλ. Θουκ. 7. 44˙ τῷ ὀθνεῖοι, Πλάτ. Πρωτ. 316C˙Ϗ οἱ [[ἑωυτοῦ]] οἰκηιώτατοι, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς του, Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. 5. 5˙ ― ἀκολούθως, ἐπὶ τοῦ δεσμοῦ τῆς συγγενείας, κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ, [[ἕνεκα]] τῆς συγγενείας [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸν Ἀτρέα, Θουκ. 1. 9. 2) [[φιλικός]], εἴχομέν ποτε ... τὸν τόπον τοῦτον οἰκεῖον Δημ. 41. 15˙ ὡς παρ’ οἰκειοτάτῳ ὁ αὐτ. 321. 26˙ ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν οἶκον ἢ τὴν οἰκογένειαν, [[ἴδιος]], ([[ὅπερ]] ὁρίζεται: [[ὅταν]] ἐφ’ αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι, [[ὅταν]] ἔχῃ τις τὴν ἐξουσίαν νὰ τὸ ἀπαλλοτριώσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7)˙ οἰκεῖαι ἄρουραι Πινδ. Ο. 12. 28˙ σταθμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 396˙ γῆ, χθὼν Σοφ. Αἴ. 859, Ἀντ. 1203˙ οἰκεῖον, ἢ ’ξ ἄλλου τινός; ἐν τῇ οἰκίᾳ γεννηθεὶς ἤ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1162˙ αἱ οἰκεῖαι πόλεις, αἱ ἴδιαι αὐτῶν πόλεις, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 2˙ ἡ οἰκεία (ἐξυπακ. γῆ), Ἰων. ἡ οἰκηίη, Ἡρόδ. 1. 64˙ τὰ οἰκήια, ἡ ἰδία τινὸς [[περιουσία]], ὁ αὐτ. 2. 37, πρβλ. 1. 92˙ οἰκεῖοι πόλεμοι, οἱ ἐν τῇ πατρίδι πόλεμοι, ἐπὶ τοῦ τῶν Εἱλώτων πολέμου ἐν τῇ Λακωνικῇ, Θουκ. 1. 118, πρβλ. 4. 64˙ [[σῖτος]] [[οἰκεῖος]] καὶ οὐκ [[ἐπακτός]], παραγόμενος ἐν τῆ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 6. 20. ― Ἴδε Κόντον εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. τ. Γ΄, σ. 321. 2) [[ἴδιος]], ὁ ἀνήκων ἀποκλειστικῶς εἴς τινα, [[ἰδιωτικός]], ἀντίθετον τῷ [[δημόσιος]], [[κοινός]], [[ἀλλότριος]]˙ οἰκείων κέρδεων [[εἵνεκα]] Θέογν. 46˙ ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηίῳ Ἡρόδ. 1. 45, πρβλ. 153, Ἀντιφῶν 127. 28˙ οἰκηίῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηίῃ ... δαπάνῃ Ἡρόδ. 5. 47, πρβλ. 8. 17˙ οἰκ. [[σάγη]] Αἰσχύλ. Χο. 675˙ οἰκεῖα κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 765, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 44˙ «καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ [[αὐτοῦ]] ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι, ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», καὶ συμβαίνει εἰς ἡμᾶς νὰ καρπώμεθα τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων χωρῶν [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς οἰκειότητος μεθ’ ἧς καρπούμεθα καὶ τὰ προϊόντα τῆς ἡμετέρας χώρας, Θουκ. 2. 38, πρβλ. 7. 70˙ οἰκ. κίνδυνον ἔχειν ὁ αὐτ. 3. 13˙ οἰκ ξύνεσις ὁ αὐτ. 1. 138˙ πρὸς οἰκείας [[χερός]], διὰ τῆς ἰδίας [[ἑαυτοῦ]] χειρός, Σοφ. Ἀντ. 1176, κτλ.˙ ― περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, ἴδε ἐν λέξ. [[βορά]]. ΙV. ἀντίθετ. τῷ [[ξένος]], ὁ [[πρέπων]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[οὔτε]] ... καλὸν οὐδὲν οὐδ’ οἰκήιον Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Δημ. 245. 3. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγματ., ὁ ἀνήκων εἴς τινα, ὁ [[σύμμορφος]] τῇ φύσει πράγματός τινος, ὡς τὸ Λατ. domesticus, [[προοίμιον]] οἰκ. τῷ νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 772Ε, πρβλ. Πολ. 468D, κ. ἀλλ., καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τὰ αὐτῶν οἰκεῖα Πλάτ. Φαίδων 96D˙Ϗ οἰκ. τῆς διαλεκτικῆς Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 13, Ρητ. 1. 4, 12˙ οἰκ. [[πρός]] τι Πολύβ. 5. 105, 1. 3) [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]], [[οἰκεῖος]] [[οὗτος]] [[κατάγελως]] νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 1˙ ― οἰκ. [[ὄνομα]], [[λέξις]] ἐν τῇ κυρίᾳ ἢ κυριολεκτικῇ αὐτῆς σημασίᾳ, κατ’ ἀντίθετ. πρὸς τὴν μεταφοράν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 6˙ πρβλ. [[οἰκειότης]] ΙΙ. Β. Τὸ ἐπίρρ. οἰκείως ἔχει τὰς αὐτὰς σημασίας ἃς καὶ τὸ ἐπίθ, ἀλλ’ αὐτὸς ὅ γε σόν ἐστιν οἰκείως [[φέρε]], ὑπόφερε αὐτὸ ὡς οἰκεῖον, δηλ. ὡς ἀνῆκον εἰς σέ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 197˙ οἰκ. διαλέγεσθαί τινι, μετ’ οἰκειότητος, Θουκ. 6. 57˙ οἰκ. συνεῖναί τινι, Λατ. familiariter uti aliquo, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5˙ οὕτω, οἰκ. διακεῖσθαί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 5, 16˙ [[πρός]] τι Πολύβ. 12. 1, 2˙ οἰκ. δέχεσθαί τινα Δημ. 299. 28˙ οἰκ. ἔχειν τινὶ Δημ. 41. 17, κτλ.˙ ― συγκρ. -ότερον, Ἰσαίου περὶ τοῦ Κλεωνύμου Κλήρου 49 οἰκειοτέρως, Ἀριστ. Κατηγ. 7˙ ὑπερθ. -ότατα, Πολύβ. 5. 106, 4. ΙΙ. [[προσηκόντως]], οἰκείως [[πάνυ]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1118˙ [[εὗρον]] ἐπισκοπῶν [[πάνυ]] οἰκείως [[ταῦτα]] γιγνόμενα Ξεν. Οἰκ. 2, 17. ἀποθανόντα τε ἔθαψε, περιέστειλεν οἰκ. Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 12, κτλ. 2) οἰκείως (τῇ πόλει], πρὸς τὸ συμφέρον τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 60. | |lstext='''οἰκεῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἰων. [[οἰκήιος]], η, ον˙ ― ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ ἢ εἰς τὸν οἶκον ἀνήκων, [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσ., δούραθ’ ἁμάξης οἰκήια θέσθαι, ἔχειν αὐτὰ ἀπόθετα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ἔργ. κ. Ἡμ. 455˙ οἰκ. [[λέβης]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 1˙ κήρυξ Σοφ. Τρ. 757˙ ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὑποθέσεις οἰκειακάς, (οἰκηίη, ἴδε ἐν λέξ. [[οἰκία]] ΙΙ), τὰ οἰκεῖα, ὑποθέσεις τοῦ οἴκου, [[περιουσία]], Λατ. res familiaris, Ἡρόδ. 2. 37, Σοφ. Ἀντ. 661, Ξεν., κλ.˙ τὰ οἰκεῖα τοῦ [[ἑαυτοῦ]], τὰ ἐν τῷ οἴκῳ πράγματα, τὴν οἰκειακὴν περιουσίαν, Λυσ. 133˙ 26˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πολιτικά, Θουκ. 2. 40˙ πρὸς τὰ τῆς πόλεως, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ συγγενείας, [[συγγενής]], Λατ. cognatus, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήιοι, ὡς ὄντες συγγενεῖς του, Ἡρόδ. 4. 65˙ οἰκεῖον [[οὕτως]] οὐδὲν ... ὡς [[ἀνήρ]] τε καὶ γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 101˙ ― ἀνὴρ [[οἰκεῖος]], [[συγγενής]], φίλος [[στενός]], Ἡρόδ. 1. 108˙ οἱ οἰκεῖοι, συγγενεῖς, ἀντίθετ. τῷ οἱ ἀλλότριοι, Ἀνδοκ. 31. 7, πρβλ. Θουκ. 7. 44˙ τῷ ὀθνεῖοι, Πλάτ. Πρωτ. 316C˙Ϗ οἱ [[ἑωυτοῦ]] οἰκηιώτατοι, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς του, Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. 5. 5˙ ― ἀκολούθως, ἐπὶ τοῦ δεσμοῦ τῆς συγγενείας, κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ, [[ἕνεκα]] τῆς συγγενείας [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸν Ἀτρέα, Θουκ. 1. 9. 2) [[φιλικός]], εἴχομέν ποτε ... τὸν τόπον τοῦτον οἰκεῖον Δημ. 41. 15˙ ὡς παρ’ οἰκειοτάτῳ ὁ αὐτ. 321. 26˙ ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν οἶκον ἢ τὴν οἰκογένειαν, [[ἴδιος]], ([[ὅπερ]] ὁρίζεται: [[ὅταν]] ἐφ’ αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι, [[ὅταν]] ἔχῃ τις τὴν ἐξουσίαν νὰ τὸ ἀπαλλοτριώσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7)˙ οἰκεῖαι ἄρουραι Πινδ. Ο. 12. 28˙ σταθμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 396˙ γῆ, χθὼν Σοφ. Αἴ. 859, Ἀντ. 1203˙ οἰκεῖον, ἢ ’ξ ἄλλου τινός; ἐν τῇ οἰκίᾳ γεννηθεὶς ἤ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1162˙ αἱ οἰκεῖαι πόλεις, αἱ ἴδιαι αὐτῶν πόλεις, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 2˙ ἡ οἰκεία (ἐξυπακ. γῆ), Ἰων. ἡ οἰκηίη, Ἡρόδ. 1. 64˙ τὰ οἰκήια, ἡ ἰδία τινὸς [[περιουσία]], ὁ αὐτ. 2. 37, πρβλ. 1. 92˙ οἰκεῖοι πόλεμοι, οἱ ἐν τῇ πατρίδι πόλεμοι, ἐπὶ τοῦ τῶν Εἱλώτων πολέμου ἐν τῇ Λακωνικῇ, Θουκ. 1. 118, πρβλ. 4. 64˙ [[σῖτος]] [[οἰκεῖος]] καὶ οὐκ [[ἐπακτός]], παραγόμενος ἐν τῆ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 6. 20. ― Ἴδε Κόντον εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. τ. Γ΄, σ. 321. 2) [[ἴδιος]], ὁ ἀνήκων ἀποκλειστικῶς εἴς τινα, [[ἰδιωτικός]], ἀντίθετον τῷ [[δημόσιος]], [[κοινός]], [[ἀλλότριος]]˙ οἰκείων κέρδεων [[εἵνεκα]] Θέογν. 46˙ ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηίῳ Ἡρόδ. 1. 45, πρβλ. 153, Ἀντιφῶν 127. 28˙ οἰκηίῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηίῃ ... δαπάνῃ Ἡρόδ. 5. 47, πρβλ. 8. 17˙ οἰκ. [[σάγη]] Αἰσχύλ. Χο. 675˙ οἰκεῖα κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 765, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 44˙ «καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ [[αὐτοῦ]] ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι, ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», καὶ συμβαίνει εἰς ἡμᾶς νὰ καρπώμεθα τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων χωρῶν [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς οἰκειότητος μεθ’ ἧς καρπούμεθα καὶ τὰ προϊόντα τῆς ἡμετέρας χώρας, Θουκ. 2. 38, πρβλ. 7. 70˙ οἰκ. κίνδυνον ἔχειν ὁ αὐτ. 3. 13˙ οἰκ ξύνεσις ὁ αὐτ. 1. 138˙ πρὸς οἰκείας [[χερός]], διὰ τῆς ἰδίας [[ἑαυτοῦ]] χειρός, Σοφ. Ἀντ. 1176, κτλ.˙ ― περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, ἴδε ἐν λέξ. [[βορά]]. ΙV. ἀντίθετ. τῷ [[ξένος]], ὁ [[πρέπων]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[οὔτε]] ... καλὸν οὐδὲν οὐδ’ οἰκήιον Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Δημ. 245. 3. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγματ., ὁ ἀνήκων εἴς τινα, ὁ [[σύμμορφος]] τῇ φύσει πράγματός τινος, ὡς τὸ Λατ. domesticus, [[προοίμιον]] οἰκ. τῷ νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 772Ε, πρβλ. Πολ. 468D, κ. ἀλλ., καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τὰ αὐτῶν οἰκεῖα Πλάτ. Φαίδων 96D˙Ϗ οἰκ. τῆς διαλεκτικῆς Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 13, Ρητ. 1. 4, 12˙ οἰκ. [[πρός]] τι Πολύβ. 5. 105, 1. 3) [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]], [[οἰκεῖος]] [[οὗτος]] [[κατάγελως]] νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 1˙ ― οἰκ. [[ὄνομα]], [[λέξις]] ἐν τῇ κυρίᾳ ἢ κυριολεκτικῇ αὐτῆς σημασίᾳ, κατ’ ἀντίθετ. πρὸς τὴν μεταφοράν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 6˙ πρβλ. [[οἰκειότης]] ΙΙ. Β. Τὸ ἐπίρρ. οἰκείως ἔχει τὰς αὐτὰς σημασίας ἃς καὶ τὸ ἐπίθ, ἀλλ’ αὐτὸς ὅ γε σόν ἐστιν οἰκείως [[φέρε]], ὑπόφερε αὐτὸ ὡς οἰκεῖον, δηλ. ὡς ἀνῆκον εἰς σέ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 197˙ οἰκ. διαλέγεσθαί τινι, μετ’ οἰκειότητος, Θουκ. 6. 57˙ οἰκ. συνεῖναί τινι, Λατ. familiariter uti aliquo, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5˙ οὕτω, οἰκ. διακεῖσθαί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 5, 16˙ [[πρός]] τι Πολύβ. 12. 1, 2˙ οἰκ. δέχεσθαί τινα Δημ. 299. 28˙ οἰκ. ἔχειν τινὶ Δημ. 41. 17, κτλ.˙ ― συγκρ. -ότερον, Ἰσαίου περὶ τοῦ Κλεωνύμου Κλήρου 49 οἰκειοτέρως, Ἀριστ. Κατηγ. 7˙ ὑπερθ. -ότατα, Πολύβ. 5. 106, 4. ΙΙ. [[προσηκόντως]], οἰκείως [[πάνυ]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1118˙ [[εὗρον]] ἐπισκοπῶν [[πάνυ]] οἰκείως [[ταῦτα]] γιγνόμενα Ξεν. Οἰκ. 2, 17. ἀποθανόντα τε ἔθαψε, περιέστειλεν οἰκ. Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 12, κτλ. 2) οἰκείως (τῇ πόλει], πρὸς τὸ συμφέρον τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> de la maison, domestique : τὰ οἰκεῖα, ressources domestiques, fortune;<br /><b>2</b> qui appartient à la famille, parent, allié τινί, apparenté à qqn ; κατὰ τὸ οἰκεῖον THC selon la parenté;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> familier, intime τινος, de qqn;<br /><b>II.</b> qui concerne la possession :<br /><b>1</b> propre, particulier : οἰκεῖα [[γῆ]] SOPH, [[χθών]] SOPH la terre propre, <i>càd</i> la terre natale, la patrie ; indigène, national : οἰκεῖοι πόλεμοι, guerres intestines;<br /><b>2</b> propre à qqn, privé, personnel : τὰ οἰκεῖα THC les intérêts particuliers;<br /><b>3</b> propre à qqn, inné, naturel : οἰκεία [[ξύνεσις]] THC intelligence naturelle, esprit naturel;<br /><b>4</b> propre à, qui convient à, <i>dat;<br />Cp.</i> οἰκειώτερος, <i>Sp.</i> οἰκειώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]]. | |||
}} | }} |