προεκδέχομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκδέχομαι''': ἀποθετ., [[ἐμποδίζω]], [[παρεμποδίζω]] πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.
|lstext='''προεκδέχομαι''': ἀποθετ., [[ἐμποδίζω]], [[παρεμποδίζω]] πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=soutenir le premier choc de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκδέχομαι]].
}}
}}