3,274,917
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλοίτροχος''': ἢ ὀλοίτροχος, ὁ, [[λίθος]] περιφερὴς καὶ [[στρογγύλος]], οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, Ἡρόδ. 8. 52, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ὀλοοίτροχος παρ’ Ὁμ., ὀλ. ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν [[ὀλοός]], τουτέστιν [[ὀλέθριος]], [[ἐπεὶ]] καταφερόμενος πᾶν τὸ ἐμπῖπτον βλάπτει» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 137· οὕτω καὶ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., πέτροι ὁλοίτροχοι, στρογγύλοι λίθοι πρὸς οὓς παραβάλλονται οἱ μυῶνες τοῦ βραχίονος ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 49· καὶ [[ἐνταῦθα]] ἀρκετὰ σαφῶς περιγράφονται, οὕς τε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περίξεσε δίναις. (Ἐκ τούτου [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως παράγεται ὡς τὸ [[ὅλμος]], ἐκ τῆς √ϜΕΛ, εἴλω, vol-vo. Ὁ Ἡσύχ. ἔγραψεν [[ὁλότροχος]], [[ὅπερ]] παραδέχονταί τινες τῶν φιλολόγων ἐτυμολογοῦντες τὴν λέξιν ἐν τοῦ [[ὅλος]], [[τρέχω]], ἐντελῶς [[στρογγύλος]], Nitzsch. εἰς Ὀδ. Α. 52. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 648). | |lstext='''ὁλοίτροχος''': ἢ ὀλοίτροχος, ὁ, [[λίθος]] περιφερὴς καὶ [[στρογγύλος]], οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, Ἡρόδ. 8. 52, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ὀλοοίτροχος παρ’ Ὁμ., ὀλ. ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν [[ὀλοός]], τουτέστιν [[ὀλέθριος]], [[ἐπεὶ]] καταφερόμενος πᾶν τὸ ἐμπῖπτον βλάπτει» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 137· οὕτω καὶ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., πέτροι ὁλοίτροχοι, στρογγύλοι λίθοι πρὸς οὓς παραβάλλονται οἱ μυῶνες τοῦ βραχίονος ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 49· καὶ [[ἐνταῦθα]] ἀρκετὰ σαφῶς περιγράφονται, οὕς τε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περίξεσε δίναις. (Ἐκ τούτου [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως παράγεται ὡς τὸ [[ὅλμος]], ἐκ τῆς √ϜΕΛ, εἴλω, vol-vo. Ὁ Ἡσύχ. ἔγραψεν [[ὁλότροχος]], [[ὅπερ]] παραδέχονταί τινες τῶν φιλολόγων ἐτυμολογοῦντες τὴν λέξιν ἐν τοῦ [[ὅλος]], [[τρέχω]], ἐντελῶς [[στρογγύλος]], Nitzsch. εἰς Ὀδ. Α. 52. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 648). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> roule d’une masse (pierre).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ, rouler, [[τρέχω]]. | |||
}} | }} |