πέπλος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέπλος''': ὁ, παρὰ τοῖς μεταγενεστ. ποιηταῖς καὶ [[μετὰ]] ἑτερογεν. πληθ. πέπλα, Ἀνθ. Π. 9. 616, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172˙ - πᾶν [[ὕφασμα]] χρησιμεῦον πρὸς ἐπικάλυψιν, [[σινδών]], [[ἐφάπλωμα]], [[παραπέτασμα]], [[καλύπτρα]], [[κάλυμμα]] ἁμάξης, Ἰλ. Ε. 194˙ ἐπικάλυμμα νεκρικῆς ὑδρίας, Ἰλ. Ω. 796˙ ἐπικάλυμμα καθίσματος, Ὀδ. Ζ. 96˙ [[κάλυμμα]] ἐπὶ τοῦ προσώπου νεκροῦ, Εὐρ. Τρῳ. 623, πρβλ. Ἑκάβ. 432, Ἱππ. 1428. ΙΙ. [[μεγάλη]] ἐσθὴς ἣν ἐφόρουν γυναῖκες, Ὅμ., κλ.˙- ἦτο δὲ πεποιημένος ὁ [[πέπλος]] ἐκ λεπτοῦ ὑφάσματος, [[ἑανός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], Ἰλ. Ε. 734, Ω. 796, Ὀδ. Ζ. 96˙ πεποικιλμένος διὰ πολλῶν κεντημάτων, [[ποικίλος]], Ἰλ. Ε. 734 (πρβλ. [[πεπλογραφία]])˙ ἐφόρουν δὲ αὐτὸν [[ἐπάνω]] τῆς συνήθους ἐνδυμασίας καὶ ἔπιπτε σχηματίζων πολλὰς πτυχὰς περὶ τὸ [[σῶμα]]˙ [[ὅθεν]] ἀντεστοίχει πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν. Ὁ [[πέπλος]] ὃν ὁ Ἀντίνοος προσήνεγκεν εἰς τὴν Πηνελόπην ἐκομβώνετο διὰ [[δώδεκα]] περονῶν καὶ φαίνεται ὅτι προσηρμόζετο στενῶς εἰς τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 292. Ὅτι δὲ ὁ [[πέπλος]] τῆς γυναικὸς ἠδύνατο νὰ καλύπτῃ καὶ τὸ [[πρόσωπον]] καὶ τοὺς βραχίονας [[εἶναι]] κατάδηλον ἐκ τοῦ Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6˙ ἀλλὰ δὲν πρέπει ἐκ τούτου νὰ συμπεράνῃ τις ὅτι ἦτο [[ἁπλῶς]] [[καλύπτρα]] ἢ «σάλι». 2) περιφημότατος ἦτο ὁ [[πέπλος]] τῆς Ἀθηνᾶς, πεποικιλμένος διὰ μυθολογικῶν παραστάσεων ὃν ὡς [[ἱστίον]] μακρᾶς νεὼς ἐκόμιζον ἐν [[δημοσίᾳ]] πομπῇ κατὰ τὰ Παναθήναια, τὸν πέπλον.. ἕλκουσ’, ὀνεύοντες.. εἰς [[ἄκρον]] ὥστερ [[ἱστίον]] τὸν ἱστὸν Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 1˙ ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων Πλάτ. Εὐθύφρων 6C πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 465-473, Ἀριστοφ. Ἱππ. 566˙ φαίνεται δὲ ἐπὶ πολλῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων τῆς θεᾶς˙ πρβλ. Virg. Ciris 21 κἑξ., Meurs. Panath. 17, Winckelmann’ s Werke 5, σελ. 26, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ.: ὡς [[ὄνομα]] μυθολογικῶν συγγραμμάτων, Πορφ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. Β. 557, Κλήμ. Ἀλ. 736. 3) [[ὕστερον]] [[ἐνίοτε]] ἐπὶ ἀνδρικοῦ ἐνδύματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ μακροῦ Περσικοῦ ἐνδύματος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, 1030, 1060, πρβλ. Popp. εἰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13˙ ἀνδρὸς [[ἱμάτιον]], Σοφ. Τρ. 602, 674, 758 (τὸ αὐτὸ καλεῖται [[χιτών]], 769), Εὐρ. Κύκλ. 301, Θεόκρ. 7. 17. ΙΙΙ. τὸ περιτόναιον, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 310. IV. = [[πεπλίς]], Ἱππ. 265. 31, Διοσκ. 4. 168. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέπλον ἢ [[πέπλος]] [[ἱμάτιον]] ἢ [[ἔνδυμα]] [[γυναικεῖον]]».
|lstext='''πέπλος''': ὁ, παρὰ τοῖς μεταγενεστ. ποιηταῖς καὶ [[μετὰ]] ἑτερογεν. πληθ. πέπλα, Ἀνθ. Π. 9. 616, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172˙ - πᾶν [[ὕφασμα]] χρησιμεῦον πρὸς ἐπικάλυψιν, [[σινδών]], [[ἐφάπλωμα]], [[παραπέτασμα]], [[καλύπτρα]], [[κάλυμμα]] ἁμάξης, Ἰλ. Ε. 194˙ ἐπικάλυμμα νεκρικῆς ὑδρίας, Ἰλ. Ω. 796˙ ἐπικάλυμμα καθίσματος, Ὀδ. Ζ. 96˙ [[κάλυμμα]] ἐπὶ τοῦ προσώπου νεκροῦ, Εὐρ. Τρῳ. 623, πρβλ. Ἑκάβ. 432, Ἱππ. 1428. ΙΙ. [[μεγάλη]] ἐσθὴς ἣν ἐφόρουν γυναῖκες, Ὅμ., κλ.˙- ἦτο δὲ πεποιημένος ὁ [[πέπλος]] ἐκ λεπτοῦ ὑφάσματος, [[ἑανός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], Ἰλ. Ε. 734, Ω. 796, Ὀδ. Ζ. 96˙ πεποικιλμένος διὰ πολλῶν κεντημάτων, [[ποικίλος]], Ἰλ. Ε. 734 (πρβλ. [[πεπλογραφία]])˙ ἐφόρουν δὲ αὐτὸν [[ἐπάνω]] τῆς συνήθους ἐνδυμασίας καὶ ἔπιπτε σχηματίζων πολλὰς πτυχὰς περὶ τὸ [[σῶμα]]˙ [[ὅθεν]] ἀντεστοίχει πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν. Ὁ [[πέπλος]] ὃν ὁ Ἀντίνοος προσήνεγκεν εἰς τὴν Πηνελόπην ἐκομβώνετο διὰ [[δώδεκα]] περονῶν καὶ φαίνεται ὅτι προσηρμόζετο στενῶς εἰς τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 292. Ὅτι δὲ ὁ [[πέπλος]] τῆς γυναικὸς ἠδύνατο νὰ καλύπτῃ καὶ τὸ [[πρόσωπον]] καὶ τοὺς βραχίονας [[εἶναι]] κατάδηλον ἐκ τοῦ Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6˙ ἀλλὰ δὲν πρέπει ἐκ τούτου νὰ συμπεράνῃ τις ὅτι ἦτο [[ἁπλῶς]] [[καλύπτρα]] ἢ «σάλι». 2) περιφημότατος ἦτο ὁ [[πέπλος]] τῆς Ἀθηνᾶς, πεποικιλμένος διὰ μυθολογικῶν παραστάσεων ὃν ὡς [[ἱστίον]] μακρᾶς νεὼς ἐκόμιζον ἐν [[δημοσίᾳ]] πομπῇ κατὰ τὰ Παναθήναια, τὸν πέπλον.. ἕλκουσ’, ὀνεύοντες.. εἰς [[ἄκρον]] ὥστερ [[ἱστίον]] τὸν ἱστὸν Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 1˙ ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων Πλάτ. Εὐθύφρων 6C πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 465-473, Ἀριστοφ. Ἱππ. 566˙ φαίνεται δὲ ἐπὶ πολλῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων τῆς θεᾶς˙ πρβλ. Virg. Ciris 21 κἑξ., Meurs. Panath. 17, Winckelmann’ s Werke 5, σελ. 26, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ.: ὡς [[ὄνομα]] μυθολογικῶν συγγραμμάτων, Πορφ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. Β. 557, Κλήμ. Ἀλ. 736. 3) [[ὕστερον]] [[ἐνίοτε]] ἐπὶ ἀνδρικοῦ ἐνδύματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ μακροῦ Περσικοῦ ἐνδύματος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, 1030, 1060, πρβλ. Popp. εἰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13˙ ἀνδρὸς [[ἱμάτιον]], Σοφ. Τρ. 602, 674, 758 (τὸ αὐτὸ καλεῖται [[χιτών]], 769), Εὐρ. Κύκλ. 301, Θεόκρ. 7. 17. ΙΙΙ. τὸ περιτόναιον, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 310. IV. = [[πεπλίς]], Ἱππ. 265. 31, Διοσκ. 4. 168. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέπλον ἢ [[πέπλος]] [[ἱμάτιον]] ἢ [[ἔνδυμα]] [[γυναικεῖον]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> rideau pour couvrir une voiture;<br /><b>2</b> toile <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> tapis à étendre sur des sièges;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme qu’on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; <i>particul.</i> vêtement brodé dont on parait la statue d’Athéna pour les processions des Panathénées;<br /><b>2</b> vêtement flottant pour les hommes, sorte de vêtement persan.<br />'''Étymologie:''' p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> pellis, palla, pallium.
}}
}}