ὕπαντρος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕπαντρος''': -ον, ([[ἄντρον]]) ἔχων ἄντρα [[κάτωθεν]], [[πλήρης]] σπηλαίων, [[σπηλαιώδης]], γῆ, [[χώρα]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, Προβλ. 23. 5, 2, Στράβ. 406, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 17. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν κείμενος, [[ὑπόγειος]], οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 12. 38. 2) «ὕπαντροι· οἱ ὑπὸ τὸ [[σπήλαιον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''ὕπαντρος''': -ον, ([[ἄντρον]]) ἔχων ἄντρα [[κάτωθεν]], [[πλήρης]] σπηλαίων, [[σπηλαιώδης]], γῆ, [[χώρα]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, Προβλ. 23. 5, 2, Στράβ. 406, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 17. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν κείμενος, [[ὑπόγειος]], οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 12. 38. 2) «ὕπαντροι· οἱ ὑπὸ τὸ [[σπήλαιον]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se trouve sous une caverne, sous un abri;<br /><b>2</b> dont les fondements sont sous terre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄντρον]].
}}
}}