πρόοψις: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόοψις''': -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ [[πρόσω]] ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).
|lstext='''πρόοψις''': -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ [[πρόσω]] ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de prévoir <i>ou</i> de pourvoir à : [[ἄνευ]] προόψεως THC à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄψομαι]].
}}
}}