πολύχειρ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 488, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2. ΙΙ. ὁ ἔχων μέγα [[σῶμα]] στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83.
|lstext='''πολύχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 488, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2. ΙΙ. ὁ ἔχων μέγα [[σῶμα]] στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83.
}}
{{bailly
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux nombreuses mains;<br /><b>2</b> pourvu d’une armée nombreuse.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χείρ]].
}}
}}