συνεστηκότως: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεστηκότως''': Ἐπίρρ., σταθερῶς, σοβαρῶς, σ. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 22.
|lstext='''συνεστηκότως''': Ἐπίρρ., σταθερῶς, σοβαρῶς, σ. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />fermement.<br />'''Étymologie:''' [[συνεστηκώς]].
}}
}}