3,271,435
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιφέρω''': μέλλ. περιοίσω˙ ἀόρ. περιήνεγκα, περιήνεγκον. Φέρω ὁλόγυρα, λέγων ὡς τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν Ἡρόδ. 4. 36˙ [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ὁ αὐτ. 4. 64˙ παῖδ’ ἀγκάλαισι π. Εὐρ. Ὀρ. 464˙ τὴν γαλῆν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 128˙ ― Παθ., μετ’ αἰτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ [[τεῖχος]], ἐνεχθέντος περὶ τὸ [[τεῖχος]], Ἡρόδ. 1. 84˙ ἀπολ., Σωκράτη… περιφερόμενον, αἰωρούμενον [[τῇδε]] κἀκεῖσε (ἐντὸς καλάθου), Πλάτ. Ἀπολ. 19C˙ πίνειν… σκύφον περιφερόμενον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11. 2) κινῶ ὁλόγυρα, [[περιφέρω]] τὸν [[πόδα]], κινῶ τὸν [[πόδα]] περιστροφικῶς ἀναβαίνων τὸν ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 7. 2˙ ― [[φέρω]] τὸ [[ἔδεσμα]] ὁλόγυρα καὶ δίδω εἰς τοὺς συνδαιτημόνας, καὶ ἤρξατο ὁ [[μάγειρος]] τὴν πρώτην περίοδον περιφέρων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 2 καὶ 3. 4˙ οὕτω, π. τὸ [[βλέμμα]] εἰς τοὺς παρόντας Πλουτ. Ἆγις 18˙ π. κλήρους, τὴν κύλικα ὁ αὐτ. 2. 737D, κτλ. 3) [[περιστρέφω]], τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Μάρκελλ. 20. ― Μέσ., τὰ σκέλη π. Πλάτ. Συμπ. 190Α. 4) [[φέρω]] ὁλόγυρα, [[δημοσιεύω]], γνωστὸν ποιῶ, π. τι [[πανταχόσε]] Πλούτ. 2. 80F. ― Παθ., τοῦ Πιττακοῦ... περιεφέρετο τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]], μετεδίδετο ἀπὸ στόματος εἰς [[στόμα]], Πλάτ. Πρωτ. 343Β, πρβλ. Πολ. 402Α, C, Δημόδοκ. 383C˙ ὁ περιφερόμενος [[στίχος]] Πολύβ. 5. 9, 4. κτλ. 5) [[φέρω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Πλουτ. Καῖσ. 37˙ ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. 6) [[φέρω]] ὁλόγυρα (εἰς τὴν ἐξουσίαν μου), [[ὑποτάσσω]], περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας Πλουτ. Περικλ. 15, πρβλ. Γάλβ. 8, Ἀππ. Μιθρ. 68˙ οὕτω, τὴν Ἰταλίαν εἰς λιμὸν π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 143˙ εἰς συμφορὰς π. ὁ αὐτ. ἐν Καρχηδ. 86˙ εἰς ἀπάθειαν Πλούτ. 2. 165C, πρβλ. 546C. 7) [[φέρω]] [[πέριξ]] ἢ [[ὀπίσω]] (κατὰ διάνοιαν), [[οὔτε]] μέμνημαι τὸ [[πρᾶγμα]] [[οὔτε]] με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων, [[οὔτε]] μὲ φέρει [[ὀπίσω]] (ὁ [[νοῦς]] μου) εἰς τὴν γνῶσιν οὐδενὸς ἐκ τούτων τῶν πραγμάτων, Ἡρόδ. 6. 86, 2˙ π. τίς με καὶ [[μνήμη]] Πλάτ. Λάχ. 180Ε˙ τοῦ πράγματος ἤδη περιφέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ Πλούτ. 2. 522C. 8) [[περιστρέφω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἰλιγγιᾷ, τρελλαίνω, εἰς παραφροσύνην ἄγω, ἡ [[συκοφαντία]] π. σοφὸν Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ζ΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀντέχω]], [[ὑπομένω]], Θουκ. 7. 28, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 149, 153, κτλ. 2) [[ἀναλαμβάνω]], ἐκ τῆς νόσου Γραμμ. ΙΙΙ. Παθ., [[περιέρχομαι]], περιστρέφομαι, ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ Πλάτ. Παρμ. 138C˙ ἡ περιφορὰ π. κύκλῳ εἰς ταὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 247D˙ εἰς τὰ πρότερα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 456Β˙ περιφερομένου ἐνιαυτοῦ, ὡς τὸ περιπλομένου καὶ περιτελλομένου, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. 1. 207˙ ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7˙ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λογικῆς συζητήσεως, περιφέρεσθαι εἰς ταὐτὸ Πλάτ. Γοργ. 517C˙ Νόμ. 659C˙ πάντα περιφερόμενα ὁρᾶν Ἀθήν. 156C. 2) περιπλανῶμαι, Ξεν. Κυν. 3. 5˙ [[λόγος]]… ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ Πλούτ. 2. 716Ε˙ ― εἶμαι [[ἀσταθής]], κυμαίνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 27, Γάλβ. 6˙ περιφερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμημάτων, ἰλιγγιῶν πρὸ τοῦ μεγέθους τοῦ τολμήματος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 32˙ πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δίωνι 11˙ περιφερόμενοι τύπτουσι, τυχαίως, εἰκῇ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 4. | |lstext='''περιφέρω''': μέλλ. περιοίσω˙ ἀόρ. περιήνεγκα, περιήνεγκον. Φέρω ὁλόγυρα, λέγων ὡς τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν Ἡρόδ. 4. 36˙ [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ὁ αὐτ. 4. 64˙ παῖδ’ ἀγκάλαισι π. Εὐρ. Ὀρ. 464˙ τὴν γαλῆν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 128˙ ― Παθ., μετ’ αἰτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ [[τεῖχος]], ἐνεχθέντος περὶ τὸ [[τεῖχος]], Ἡρόδ. 1. 84˙ ἀπολ., Σωκράτη… περιφερόμενον, αἰωρούμενον [[τῇδε]] κἀκεῖσε (ἐντὸς καλάθου), Πλάτ. Ἀπολ. 19C˙ πίνειν… σκύφον περιφερόμενον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11. 2) κινῶ ὁλόγυρα, [[περιφέρω]] τὸν [[πόδα]], κινῶ τὸν [[πόδα]] περιστροφικῶς ἀναβαίνων τὸν ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 7. 2˙ ― [[φέρω]] τὸ [[ἔδεσμα]] ὁλόγυρα καὶ δίδω εἰς τοὺς συνδαιτημόνας, καὶ ἤρξατο ὁ [[μάγειρος]] τὴν πρώτην περίοδον περιφέρων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 2 καὶ 3. 4˙ οὕτω, π. τὸ [[βλέμμα]] εἰς τοὺς παρόντας Πλουτ. Ἆγις 18˙ π. κλήρους, τὴν κύλικα ὁ αὐτ. 2. 737D, κτλ. 3) [[περιστρέφω]], τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Μάρκελλ. 20. ― Μέσ., τὰ σκέλη π. Πλάτ. Συμπ. 190Α. 4) [[φέρω]] ὁλόγυρα, [[δημοσιεύω]], γνωστὸν ποιῶ, π. τι [[πανταχόσε]] Πλούτ. 2. 80F. ― Παθ., τοῦ Πιττακοῦ... περιεφέρετο τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]], μετεδίδετο ἀπὸ στόματος εἰς [[στόμα]], Πλάτ. Πρωτ. 343Β, πρβλ. Πολ. 402Α, C, Δημόδοκ. 383C˙ ὁ περιφερόμενος [[στίχος]] Πολύβ. 5. 9, 4. κτλ. 5) [[φέρω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Πλουτ. Καῖσ. 37˙ ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. 6) [[φέρω]] ὁλόγυρα (εἰς τὴν ἐξουσίαν μου), [[ὑποτάσσω]], περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας Πλουτ. Περικλ. 15, πρβλ. Γάλβ. 8, Ἀππ. Μιθρ. 68˙ οὕτω, τὴν Ἰταλίαν εἰς λιμὸν π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 143˙ εἰς συμφορὰς π. ὁ αὐτ. ἐν Καρχηδ. 86˙ εἰς ἀπάθειαν Πλούτ. 2. 165C, πρβλ. 546C. 7) [[φέρω]] [[πέριξ]] ἢ [[ὀπίσω]] (κατὰ διάνοιαν), [[οὔτε]] μέμνημαι τὸ [[πρᾶγμα]] [[οὔτε]] με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων, [[οὔτε]] μὲ φέρει [[ὀπίσω]] (ὁ [[νοῦς]] μου) εἰς τὴν γνῶσιν οὐδενὸς ἐκ τούτων τῶν πραγμάτων, Ἡρόδ. 6. 86, 2˙ π. τίς με καὶ [[μνήμη]] Πλάτ. Λάχ. 180Ε˙ τοῦ πράγματος ἤδη περιφέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ Πλούτ. 2. 522C. 8) [[περιστρέφω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἰλιγγιᾷ, τρελλαίνω, εἰς παραφροσύνην ἄγω, ἡ [[συκοφαντία]] π. σοφὸν Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ζ΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀντέχω]], [[ὑπομένω]], Θουκ. 7. 28, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 149, 153, κτλ. 2) [[ἀναλαμβάνω]], ἐκ τῆς νόσου Γραμμ. ΙΙΙ. Παθ., [[περιέρχομαι]], περιστρέφομαι, ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ Πλάτ. Παρμ. 138C˙ ἡ περιφορὰ π. κύκλῳ εἰς ταὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 247D˙ εἰς τὰ πρότερα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 456Β˙ περιφερομένου ἐνιαυτοῦ, ὡς τὸ περιπλομένου καὶ περιτελλομένου, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. 1. 207˙ ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7˙ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λογικῆς συζητήσεως, περιφέρεσθαι εἰς ταὐτὸ Πλάτ. Γοργ. 517C˙ Νόμ. 659C˙ πάντα περιφερόμενα ὁρᾶν Ἀθήν. 156C. 2) περιπλανῶμαι, Ξεν. Κυν. 3. 5˙ [[λόγος]]… ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ Πλούτ. 2. 716Ε˙ ― εἶμαι [[ἀσταθής]], κυμαίνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 27, Γάλβ. 6˙ περιφερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμημάτων, ἰλιγγιῶν πρὸ τοῦ μεγέθους τοῦ τολμήματος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 32˙ πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δίωνι 11˙ περιφερόμενοι τύπτουσι, τυχαίως, εἰκῇ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[περιοίσω]], <i>ao.</i> περιήνεγκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> porter tout autour : τὸ [[τεῖχος]] HDT porter autour du mur ; <i>particul.</i> faire circuler, faire passer à la ronde ; <i>Pass.</i> être porté tout autour, circuler, <i>particul.</i> accomplir sa révolution <i>en parl. des astres, du ciel, etc.</i><br /><b>2</b> faire circuler un bruit, un mot ; divulguer, faire connaître ; <i>Pass.</i> se répandre, circuler;<br /><b>3</b> amener par un circuit : [[εἰς]] ἑαυτὸν [[τὰς]] Ἀθήνας PLUT amener Athènes en son pouvoir, soumettre Athènes;<br /><b>4</b> ramener par un retour en arrière, reporter vers le passé ; avec un inf. : [[οὔτε]] με περιφέρει οὐδὲν [[εἰδέναι]] [[τουτέων]] HDT il ne me revient pas à l’esprit que je sache rien de ces choses;<br /><b>5</b> amener à terme ; <i>abs.</i> tenir bon;<br /><b>6</b> porter hors du droit chemin, égarer, acc. ; περιφέρειν [[εἴς]] [[τι]] PLUT conduire à qch de mauvais.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |