3,274,917
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλουτοδότης''': -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «[[ὡσαύτως]] τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, [[ἐλευθέριος]], [[μεγαλόδωρος]], χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-[[δοτήρ]], -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-[[δότειρα]], ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-[[δοτήρ]], Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | |lstext='''πλουτοδότης''': -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «[[ὡσαύτως]] τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, [[ἐλευθέριος]], [[μεγαλόδωρος]], χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-[[δοτήρ]], -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-[[δότειρα]], ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-[[δοτήρ]], Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui donne la richesse, qui enrichit.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]], [[δίδωμι]]. | |||
}} | }} |