ποίνιμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποίνιμος''': -ον, (ποινὴ) ἐκδικῶν, τιμωρῶν, Δίκη, [[Ἐρινύς]], Σοφ. Τρ. 808, Αἴ. 483. π. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 210. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταποδίδων, ἀνταμείβων, [[χάρις]] Πινδ. Π. 5. 32.
|lstext='''ποίνιμος''': -ον, (ποινὴ) ἐκδικῶν, τιμωρῶν, Δίκη, [[Ἐρινύς]], Σοφ. Τρ. 808, Αἴ. 483. π. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 210. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταποδίδων, ἀνταμείβων, [[χάρις]] Πινδ. Π. 5. 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de paiement, <i>d’où</i><br /><b>1</b> vengeur;<br /><b>2</b> qui sert de châtiment.<br />'''Étymologie:''' [[ποινή]].
}}
}}