πότης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
|lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]].
}}
}}