3,274,917
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορθμός''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλει): [[μέρος]] στενὸν θαλάσσης [[ἑκατέρωθεν]] ἐχούσης ἤπειρον καὶ χρησιμεῦον πρὸς διαπόρθμευσιν διὰ πορθμείου, μὲ [[πέραμα]], ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 671, Ο. 29· ἐπὶ τῶν στενῶν τῆς Σαλαμῖνος, Ἡρόδ. 8. 76, 91· πορθμὸν ἀμείψας Ἕλλας, δηλ. τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, πρβλ. 722, 799· π. Σαρωνικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 307· ὁ εἰς Ἅιδου [[πορθμός]], ἡ [[Στύξ]], Εὐρ. Ἑκάβ. 1106· ὁ π. ὁ περὶ τὴν Σκύλλαν, δηλ. τὰ στενὰ τῆς Μεσσήνης, Πλάτ. Ἐπιστ. 345D, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 55, Ἀποσπ. 238· οὕτω, τηρεῖν τὸν π., ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, Θουκ. 6. 2· ― [[καθόλου]], ἡ [[θάλασσα]], Πινδ. Ι. 4. 97 (3. 75). 2) ὁ τῆς κλεψύδρας [[σωλήν]], Ἐμπεδ. 352, 359. ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι διὰ πορθμείου, διάβασις, Σοφ. Τρ. 751, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 532· χωρεῖ ὁ π. Μάχων παρ’ Ἀθην. 341C· π. χθονός, διάβασις, [[δίοδος]] ἄγουσα εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Κύκλ. 108· οὐ πᾶσι π. αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 127· πρβλ. [[νόστος]]. (Κατ’ ἔκτασιν ἐκ τῆς √ΠΕΡ, [[πόρος]], ἴδε ἐν λ. [[περάω]]). | |lstext='''πορθμός''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλει): [[μέρος]] στενὸν θαλάσσης [[ἑκατέρωθεν]] ἐχούσης ἤπειρον καὶ χρησιμεῦον πρὸς διαπόρθμευσιν διὰ πορθμείου, μὲ [[πέραμα]], ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 671, Ο. 29· ἐπὶ τῶν στενῶν τῆς Σαλαμῖνος, Ἡρόδ. 8. 76, 91· πορθμὸν ἀμείψας Ἕλλας, δηλ. τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, πρβλ. 722, 799· π. Σαρωνικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 307· ὁ εἰς Ἅιδου [[πορθμός]], ἡ [[Στύξ]], Εὐρ. Ἑκάβ. 1106· ὁ π. ὁ περὶ τὴν Σκύλλαν, δηλ. τὰ στενὰ τῆς Μεσσήνης, Πλάτ. Ἐπιστ. 345D, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 55, Ἀποσπ. 238· οὕτω, τηρεῖν τὸν π., ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, Θουκ. 6. 2· ― [[καθόλου]], ἡ [[θάλασσα]], Πινδ. Ι. 4. 97 (3. 75). 2) ὁ τῆς κλεψύδρας [[σωλήν]], Ἐμπεδ. 352, 359. ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι διὰ πορθμείου, διάβασις, Σοφ. Τρ. 751, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 532· χωρεῖ ὁ π. Μάχων παρ’ Ἀθην. 341C· π. χθονός, διάβασις, [[δίοδος]] ἄγουσα εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Κύκλ. 108· οὐ πᾶσι π. αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 127· πρβλ. [[νόστος]]. (Κατ’ ἔκτασιν ἐκ τῆς √ΠΕΡ, [[πόρος]], ἴδε ἐν λ. [[περάω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> trajet par eau;<br /><b>2</b> détroit, bras de mer.<br />'''Étymologie:''' [[πείρω]]. | |||
}} | }} |