3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προᾰγωγή''': ἡ, ([[προάγω]]) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ [[θέσις]], τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. [[προσαγωγή]]. | |lstext='''προᾰγωγή''': ἡ, ([[προάγω]]) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ [[θέσις]], τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. [[προσαγωγή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]]. | |||
}} | }} |