3,277,649
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλησίστιος''': -ον, ([[πίμπλημι]]) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, [[οὖρος]] Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ. | |lstext='''πλησίστιος''': -ον, ([[πίμπλημι]]) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, [[οὖρος]] Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui emplit <i>ou</i> gonfle les voiles;<br /><b>2</b> dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]], [[ἱστίον]]. | |||
}} | }} |