πολυχειρία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠχειρία''': ἡ, [[πλῆθος]] χειρῶν, δηλ. ἐργατῶν ἢ βοηθῶν, Θουκ. 2. 77, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχε(ι)ρία· [[πλῆθος]] ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων».
|lstext='''πολῠχειρία''': ἡ, [[πλῆθος]] χειρῶν, δηλ. ἐργατῶν ἢ βοηθῶν, Θουκ. 2. 77, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχε(ι)ρία· [[πλῆθος]] ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />multitude de bras, d’ouvriers <i>ou</i> de personnes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύχειρ]].
}}
}}