προδιαφθείρω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· [[διαφθείρω]] διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι [[προηγουμένως]], Θουκ. 1. 119., 6. 78.
|lstext='''προδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· [[διαφθείρω]] διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι [[προηγουμένως]], Θουκ. 1. 119., 6. 78.
}}
{{bailly
|btext=détruire complètement <i>ou</i> anéantir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαφθείρω]].
}}
}}