3,277,700
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· [[διαφθείρω]] διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι [[προηγουμένως]], Θουκ. 1. 119., 6. 78. | |lstext='''προδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· [[διαφθείρω]] διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι [[προηγουμένως]], Θουκ. 1. 119., 6. 78. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=détruire complètement <i>ou</i> anéantir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαφθείρω]]. | |||
}} | }} |