πρόσφορος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσφορος''': Δωρ. ποτίφ-, ον, ([[προσφέρω]]) [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν [[μέλλω]] πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· [[ὅθεν]], 2) [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἄξιος]], Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνηγέομαι]])· [[μετὰ]] δοτ., [[αὐτόθι]] 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ [[πρόσφορος]] ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = [[προσφερής]], ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ [[φύσις]] αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, [[μετὰ]] μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· [[ὡσαύτως]], τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, [[τροφή]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).
|lstext='''πρόσφορος''': Δωρ. ποτίφ-, ον, ([[προσφέρω]]) [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν [[μέλλω]] πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· [[ὅθεν]], 2) [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἄξιος]], Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνηγέομαι]])· [[μετὰ]] δοτ., [[αὐτόθι]] 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ [[πρόσφορος]] ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = [[προσφερής]], ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ [[φύσις]] αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, [[μετὰ]] μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· [[ὡσαύτως]], τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, [[τροφή]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a du rapport avec ; qui répond à, adapté à, proportionné à, τινι ; πρόσφορόν ἐστι avec un inf. : il convient de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> utile à, avantageux à, τινι : τὰ πρόσφορα, les choses utiles, convenable, nécessaires.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]].
}}
}}