ῥωποπερπερήθρα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥωποπερπερήθρα''': ἡ, ([[πέρπερος]]) χυδαία καὶ ποταπὴ [[φλυαρία]], ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ [[ῥωποστωμυλήθρα]], ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «[[ῥωποπερπερήθρα]] τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.
|lstext='''ῥωποπερπερήθρα''': ἡ, ([[πέρπερος]]) χυδαία καὶ ποταπὴ [[φλυαρία]], ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ [[ῥωποστωμυλήθρα]], ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «[[ῥωποπερπερήθρα]] τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />langue de commère, <i>càd</i> bavard, qui parle à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῶπος]], [[πέρπερος]].
}}
}}