σελάχιον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σελάχιον''': τό, ὑοκορ. τοῦ [[σέλαχος]], Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6· - ποιητ. σελάχειον, τό, Ὀππ. Ἁλ. 1. 643, Ἡσύχ.
|lstext='''σελάχιον''': τό, ὑοκορ. τοῦ [[σέλαχος]], Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6· - ποιητ. σελάχειον, τό, Ὀππ. Ἁλ. 1. 643, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />poisson à peau cartilagineuse.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[σέλαχος]].
}}
}}