συναναμίγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναμίγνῡμι''': μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω [[ὁμοῦ]], Ἀθήν. 177Β.― Παθ., συναναστρέφομαι, τισι ὁ αὐτ. 256Α, Πλουτ. Φιλοπ. 21˙ τούτων ἡ [[ἄγνοια]] ξυναναμέμικται αὐτοῖς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 15.
|lstext='''συναναμίγνῡμι''': μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω [[ὁμοῦ]], Ἀθήν. 177Β.― Παθ., συναναστρέφομαι, τισι ὁ αὐτ. 256Α, Πλουτ. Φιλοπ. 21˙ τούτων ἡ [[ἄγνοια]] ξυναναμέμικται αὐτοῖς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 15.
}}
{{bailly
|btext=mêler l’un avec l’autre ; <i>Pass.</i> se mêler à, τινι ; <i>fig.</i> devenir une partie de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναμίγνυμι]].
}}
}}