3,272,983
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠφερός''': -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[ἁβρός]], αὐχὴν Βατραχομ. 66· [[πλόκαμος]] Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, [[χρώς]], σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἡ τρυφερὰ [[μαλακότης]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ [[ἁβρός]], [[ἁβροδίαιτος]], Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ [[καλλιτράπεζος]] Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον [[ὄργανον]] τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, [[μετὰ]] τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18. | |lstext='''τρῠφερός''': -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[ἁβρός]], αὐχὴν Βατραχομ. 66· [[πλόκαμος]] Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, [[χρώς]], σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἡ τρυφερὰ [[μαλακότης]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ [[ἁβρός]], [[ἁβροδίαιτος]], Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ [[καλλιτράπεζος]] Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον [[ὄργανον]] τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, [[μετὰ]] τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />délicat, tendre :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i><br /><b>2</b> <i>au mor.</i> mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; <i>adv.</i> • τρυφερόν mollement, faiblement;<br /><i>Cp.</i> τρυφερώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]] ; cf. [[τρυφή]]. | |||
}} | }} |