τραγόπους: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγόπους''': -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.
|lstext='''τρᾰγόπους''': -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[πούς]].
}}
}}