τάμισος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάμῐσος''': [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ [[πυετία]], ἡ [[πυτία]], δέρμα [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.
|lstext='''τάμῐσος''': [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ [[πυετία]], ἡ [[πυτία]], δέρμα [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />présure.<br />'''Étymologie:''' DELG ταμεῖν de [[τέμνω]] ; cf. σχίζειν τὸ [[γάλα]] « trancher le lait ».
}}
}}