συγκραματικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρᾱμᾰτικός''': -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, [[σύμμικτος]], Πλούτ. 2. 904F.
|lstext='''συγκρᾱμᾰτικός''': -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, [[σύμμικτος]], Πλούτ. 2. 904F.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]].
}}
}}