συμφύρω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφύρω''': [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. [[μετὰ]] τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.
|lstext='''συμφύρω''': [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. [[μετὰ]] τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> brouiller, mêler au hasard, confondre : [[τι]] [[μετά]] τινος brouiller <i>ou</i> mêler une ch. avec une autre;<br /><b>2</b> mettre en désordre, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύρω]].
}}
}}