3,274,313
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαντᾰσία''': ἡ, τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον πράγματός τινος, [[ἐπίδειξις]], Πολύβ. 32. 12, 6, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212C. ΙΙ ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ἡ [[δύναμις]] δι’ ἧς ἔννοιά τις γίνεται φανερὰ (φαίνεται.) εἰς τὸν νοῦν (ὅτε τὸ οὕτω παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν καλεῖται [[φάντασμα]])· [[εἶναι]] δὲ κατὰ τὸν Πλάτωνα [[δόξα]] παρουσιαζομένη εἰς τὸ [[πνεῦμα]] οὐχὶ [[ἁπλῶς]] ἀλλὰ διὰ τῆς αἰσθήσεως, Σοφιστ. 264Α· ἐν ᾧ ὁ Ἀριστ. ὁρίζει αὐτὴν ὡς κίνησιν τοῦ νοῦ παραγομένην διὰ τῆς αἰσθήσεως, περὶ Ψυχ. 3. 3 20. ἢ χαλαρώτερον ὡς αἴσθησίν τινα ἀσθενῆ, ὁποίαν προσδοκᾷ τις ἢ ἀναμιμνήσκεται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωηρὰν ἐντύπωσιν τὴν ἐκ τῶν παρόντων πραγμάτων, Ρητ. 1. 11, 6· ἀποδίδει δὲ τὴν δύναμιν ταύτην εἰς τὰ ζῷα, [[ἅπερ]] ζῶσι ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς μνήμαις, Μετά τὰ Φυσικ. 1, 1, 3, πρβλ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 13. 2) ἀντικειμενικῶς, σχεδὸν ὡς τὸ [[φάντασμα]], [[παράστασις]], ἢ [[ἐντύπωσις]] εἰς τὸν νοῦν τινος, [[ἴνδαλμα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος vi??m, (τὸ δὲ ἀντικείμενον ἐξ οὗ ἡ [[ἐντύπωσις]] λέγεται τὸ φανταστόν, καὶ τὸ φανταστικόν, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ νοῦ ἡ γινομένη ἐκ τῶν φανταστῶν, Πλούτ. 2. 900D, Ε), φαντασίαι καὶ δόξαι Πλάτ. Θεαίτ. 161Ε, πρβλ. 152C, Σοφιστ. 263D· ― ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν πολλῇ χρήσει, παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, πρβλ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046F, 1055F κἑξ.· καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν Λατινικὴν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40. | |lstext='''φαντᾰσία''': ἡ, τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον πράγματός τινος, [[ἐπίδειξις]], Πολύβ. 32. 12, 6, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212C. ΙΙ ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ἡ [[δύναμις]] δι’ ἧς ἔννοιά τις γίνεται φανερὰ (φαίνεται.) εἰς τὸν νοῦν (ὅτε τὸ οὕτω παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν καλεῖται [[φάντασμα]])· [[εἶναι]] δὲ κατὰ τὸν Πλάτωνα [[δόξα]] παρουσιαζομένη εἰς τὸ [[πνεῦμα]] οὐχὶ [[ἁπλῶς]] ἀλλὰ διὰ τῆς αἰσθήσεως, Σοφιστ. 264Α· ἐν ᾧ ὁ Ἀριστ. ὁρίζει αὐτὴν ὡς κίνησιν τοῦ νοῦ παραγομένην διὰ τῆς αἰσθήσεως, περὶ Ψυχ. 3. 3 20. ἢ χαλαρώτερον ὡς αἴσθησίν τινα ἀσθενῆ, ὁποίαν προσδοκᾷ τις ἢ ἀναμιμνήσκεται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωηρὰν ἐντύπωσιν τὴν ἐκ τῶν παρόντων πραγμάτων, Ρητ. 1. 11, 6· ἀποδίδει δὲ τὴν δύναμιν ταύτην εἰς τὰ ζῷα, [[ἅπερ]] ζῶσι ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς μνήμαις, Μετά τὰ Φυσικ. 1, 1, 3, πρβλ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 13. 2) ἀντικειμενικῶς, σχεδὸν ὡς τὸ [[φάντασμα]], [[παράστασις]], ἢ [[ἐντύπωσις]] εἰς τὸν νοῦν τινος, [[ἴνδαλμα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος vi??m, (τὸ δὲ ἀντικείμενον ἐξ οὗ ἡ [[ἐντύπωσις]] λέγεται τὸ φανταστόν, καὶ τὸ φανταστικόν, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ νοῦ ἡ γινομένη ἐκ τῶν φανταστῶν, Πλούτ. 2. 900D, Ε), φαντασίαι καὶ δόξαι Πλάτ. Θεαίτ. 161Ε, πρβλ. 152C, Σοφιστ. 263D· ― ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν πολλῇ χρήσει, παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, πρβλ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046F, 1055F κἑξ.· καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν Λατινικὴν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> apparition de choses extraordinaires <i>ou</i> qui font illusion, vision;<br /><b>II.</b> spectacle, coup d’œil, aspect <i>particul. de choses extraordinaires et propres à frapper l’imagination</i> ; étalage, montre, ostentation;<br /><b>III.</b> action de se figurer par l’imagination, <i>d’où</i><br /><b>1</b> image qui s’offre à l’esprit, idée;<br /><b>2</b> faculté de se représenter par l’esprit, imagination ; ARSTT représentation.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]]. | |||
}} | }} |