τηλία: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τηλία''': ἡ, σανὶς ἢ [[τράπεζα]] μεθ’ ὑπερεχούσης περιφερείας [[ὅπως]] μὴ ἐκπίπτῃ τὸ [[ἄλευρον]] ἢ τὸ ζυμαρικόν, [[πλατεῖα]] σανὶς ἀλφιτοπωλική, οἵα ἡ τῶν πωλούντων τὰ κουλλούρια νῦν, Τουρκ. ταβλᾶς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 7, Πειθόλ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1037, Α. Β. 275. 15· - ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ξύλινον περιθώριον κοσκίνου σιτηρῶν, κοσκίνου [[κύκλος]] Σχόλ., «[[περιφέρεια]] κοσκίνου» Ἡσύχ. 2) [[τράπεζα]] ἢ [[εἶδος]] σκηνῆς, ἐφ’ ἧς ἀλεκτρυόνες μαχητικοὶ ἢ ὄρτυγες ἐτίθεντο [[ὅπως]] συμπλακῶσι, «καὶ τηλίᾳ μὲν ὁμοίᾳ τῇ ἀρτοπώλιδι κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας ἐπὶ ταῖς μάχαις ταῖς πρὸς ἀλλήλους» ([[Πολυδ]]. Θ΄, 108) Αἰσχίν. 8. 221, Ἀλκίφρ. 3. 53· [[καθόλου]], [[τράπεζα]] κυβευτική· «ἡ [[τηλία]] δὲ σανὶς ἀλφιτοπωλικὴ [[πλατεῖα]], προσηλωμένας ἔχουσα κύκλῳ σανίδας τοῦ μὴ τὰ ἄλφιτα ἐκπίπτειν, καὶ ἐπ’ αὐτῆς οἱ κυβεύοντες παίζουσι» Α. Β. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) [[πῶμα]] ἢ [[σκέπασμα]] καπνοδόχου, Ἀριστοφ. Σφ. 147. - Τύπος τις [[σηλία]] μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[σήμερον]], τήμερον.
|lstext='''τηλία''': ἡ, σανὶς ἢ [[τράπεζα]] μεθ’ ὑπερεχούσης περιφερείας [[ὅπως]] μὴ ἐκπίπτῃ τὸ [[ἄλευρον]] ἢ τὸ ζυμαρικόν, [[πλατεῖα]] σανὶς ἀλφιτοπωλική, οἵα ἡ τῶν πωλούντων τὰ κουλλούρια νῦν, Τουρκ. ταβλᾶς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 7, Πειθόλ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1037, Α. Β. 275. 15· - ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ξύλινον περιθώριον κοσκίνου σιτηρῶν, κοσκίνου [[κύκλος]] Σχόλ., «[[περιφέρεια]] κοσκίνου» Ἡσύχ. 2) [[τράπεζα]] ἢ [[εἶδος]] σκηνῆς, ἐφ’ ἧς ἀλεκτρυόνες μαχητικοὶ ἢ ὄρτυγες ἐτίθεντο [[ὅπως]] συμπλακῶσι, «καὶ τηλίᾳ μὲν ὁμοίᾳ τῇ ἀρτοπώλιδι κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας ἐπὶ ταῖς μάχαις ταῖς πρὸς ἀλλήλους» ([[Πολυδ]]. Θ΄, 108) Αἰσχίν. 8. 221, Ἀλκίφρ. 3. 53· [[καθόλου]], [[τράπεζα]] κυβευτική· «ἡ [[τηλία]] δὲ σανὶς ἀλφιτοπωλικὴ [[πλατεῖα]], προσηλωμένας ἔχουσα κύκλῳ σανίδας τοῦ μὴ τὰ ἄλφιτα ἐκπίπτειν, καὶ ἐπ’ αὐτῆς οἱ κυβεύοντες παίζουσι» Α. Β. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) [[πῶμα]] ἢ [[σκέπασμα]] καπνοδόχου, Ἀριστοφ. Σφ. 147. - Τύπος τις [[σηλία]] μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[σήμερον]], τήμερον.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> cercle d’un crible;<br /><b>2</b> endroit où avaient lieu les combats de coq;<br /><b>3</b> couvercle d’un trou de cheminée.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[διαττάω]].
}}
}}