ὑπερθαυμάζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερθαυμάζω''': Ἰων. -θωμάζω· μέλλ. -άσομαι Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 18· - [[θαυμάζω]] εἰς ὑπερβολήν, Ἡρόδ. 3. 3, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 34· ὑπερ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 52. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[θαυμάζω]] τι [[μεγάλως]], Ἀθήν. 523D, Λουκ. Ζεῦξις 3.
|lstext='''ὑπερθαυμάζω''': Ἰων. -θωμάζω· μέλλ. -άσομαι Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 18· - [[θαυμάζω]] εἰς ὑπερβολήν, Ἡρόδ. 3. 3, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 34· ὑπερ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 52. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[θαυμάζω]] τι [[μεγάλως]], Ἀθήν. 523D, Λουκ. Ζεῦξις 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> être étonné à l’excès, être frappé d’étonnement, acc.;<br /><b>2</b> admirer grandement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[θαυμάζω]].
}}
}}