3,277,206
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορέω''': ὁ ἐνεστ. μόνον παρ’ Εὐστ. και Ἡσυχ. (πλὴν ὅτι ἀπαντᾷ ἀντιτορεῦντα ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἑρμ. 283)· μέλλ. -ήσω (ἀντι-) [[αὐτόθι]] 178· μετ’ ἀορ. α΄ τορήσας [[αὐτόθι]] 119, (ἀντ-) Ἰλ.· ἀόρ. β΄ ἔτορον Ἰλ., μετ’ ἀναδιπλασ. τετορεῖν Ἡσύχ. - Παθητ., πρκμ. τετόρημαι Νόνν.· ([[τόρος]]). Τρυπῶ, διατρυπῶ, ἔτορε ζωστῆρα Ἰλ. Λ. 236· τορήσας, ἴδε ἀνωτ. - Παθ., σπλάγχνα... τετορημένα χαλκῷ Νόνν. Δ. 5. 26· ἔγχεϊ ὁ αὐτ. 13. 493. 2) μεταφορ., [[διακηρύττω]] μετ’ ὀξείας καὶ διαπεραστικῆς φωνῆς, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 381 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀνωμάλου μέλλ. τετορήσω, πρβλ. [[τορεύω]] Ι, [[τορός]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[τορνεύω]], [[ἐργάζομαι]], [[σχηματίζω]], χέλυν Ἄρατ. 269, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 162. | |lstext='''τορέω''': ὁ ἐνεστ. μόνον παρ’ Εὐστ. και Ἡσυχ. (πλὴν ὅτι ἀπαντᾷ ἀντιτορεῦντα ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἑρμ. 283)· μέλλ. -ήσω (ἀντι-) [[αὐτόθι]] 178· μετ’ ἀορ. α΄ τορήσας [[αὐτόθι]] 119, (ἀντ-) Ἰλ.· ἀόρ. β΄ ἔτορον Ἰλ., μετ’ ἀναδιπλασ. τετορεῖν Ἡσύχ. - Παθητ., πρκμ. τετόρημαι Νόνν.· ([[τόρος]]). Τρυπῶ, διατρυπῶ, ἔτορε ζωστῆρα Ἰλ. Λ. 236· τορήσας, ἴδε ἀνωτ. - Παθ., σπλάγχνα... τετορημένα χαλκῷ Νόνν. Δ. 5. 26· ἔγχεϊ ὁ αὐτ. 13. 493. 2) μεταφορ., [[διακηρύττω]] μετ’ ὀξείας καὶ διαπεραστικῆς φωνῆς, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 381 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀνωμάλου μέλλ. τετορήσω, πρβλ. [[τορεύω]] Ι, [[τορός]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[τορνεύω]], [[ἐργάζομαι]], [[σχηματίζω]], χέλυν Ἄρατ. 269, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> ἔτορον;<br />percer, trouer.<br />'''Étymologie:''' [[τορός]]. | |||
}} | }} |