φιλοσόφημα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοσόφημα''': τό, ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης ἢ μελέτης, φιλοσοφικὴ [[πραγματεία]], ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 12, πρβλ. Πολύβ. 34. 4, 4. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, [[ἀπόδειξις]], Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· πρβλ. [[ἐπιχείρημα]]. 3) [[ἐπίνοια]], [[ἐφεύρεσις]], Πλούτ. 2. 269Α, 1125Β.
|lstext='''φῐλοσόφημα''': τό, ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης ἢ μελέτης, φιλοσοφικὴ [[πραγματεία]], ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 12, πρβλ. Πολύβ. 34. 4, 4. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, [[ἀπόδειξις]], Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· πρβλ. [[ἐπιχείρημα]]. 3) [[ἐπίνοια]], [[ἐφεύρεσις]], Πλούτ. 2. 269Α, 1125Β.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />études, recherche, invention, méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοσοφέω]].
}}
}}