φωλεία: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωλεία''': ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ [[νάρκη]] τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ [[πάχυνσις]] αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς [[νόσος]], Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D ([[ἔνθα]] κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, [[αὐτόθι]] 176.
|lstext='''φωλεία''': ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ [[νάρκη]] τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ [[πάχυνσις]] αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς [[νόσος]], Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D ([[ἔνθα]] κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, [[αὐτόθι]] 176.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habitation dans une caverne, dans une tanière;<br /><b>2</b> sorte de maladie des ours.<br />'''Étymologie:''' [[φωλεύω]].
}}
}}