χιτωνίσκος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῐτωνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[χιτών]], βραχὺς [[χιτών]], ([[ὑπὲρ]] γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν [[ἔνδυμα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· [[μετὰ]] ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὥστε]] με .. [[θοἰμάτιον]] προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1.
|lstext='''χῐτωνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[χιτών]], βραχὺς [[χιτών]], ([[ὑπὲρ]] γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν [[ἔνδυμα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· [[μετὰ]] ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὥστε]] με .. [[θοἰμάτιον]] προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite tunique courte pour les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χιτών]].
}}
}}