μιμνήσκω: Difference between revisions

Autenrieth
(6_13a)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιμνήσκω''': μέλλ. μνήσω: ἀόρ. ἔμνησα· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[μνάομαι]], σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασιασμόν· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. *μάω)· - [[ἀναμιμνήσκω]], ὑπενθυμίζω, μνήσει δέ τε καὶ θεὸς αὐτὸς Ὀδ. Μ. 38· τινός, [[περί]] τινος πράγματος, ἐπεί μ’ ἔμνησας ὀϊζύος Γ. 103· τῶν σ’ [[αὖτις]] μνήσω Ἰλ. Ο. 31, πρβλ. Α. 407· μηδέ με τούτων μίμνησκ’ Ὀδ. Ξ. 169, πρβλ. Θέογν. 1123, Θεόκρ. 15. 36. ΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 11. 21, ἐν τῷ Θρασυδαῖος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἐπὶ στέφανον βαλὼν πατρῴαν, [[ἔνθα]] ὁ Θρασυδαῖος κατέστησε τὸν πατρικὸν οἶκον ἀξιομνημόνευτον (ἔνδοξον) ῥίψας ἐπ’ [[αὐτοῦ]] καὶ τρίτον στέφανον, ἴδε Dissen. Τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] τὸ πλεῖστον Ἐπικ., μόνον [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῦτο ἐν λυρικῷ χωρίῳ, Εὐρ. Ἄλκ. 878· παρὰ τοῖς πεζογράφ. προετιμῶντο τὰ σύνθετα [[μετὰ]] τῶν προθέσ. ἀνα- ἢ ὑπο-. Β. Μέσ. καὶ Παθ. μιμνήσκομαι: προστ. -ήσκεο: παρατατ. μιμνήσκοντο Ὅμ. (Ὁ ἐνεστ. μόνον παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς Ψευδο-Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Α, Διον. Ἁλ.: τὸ μέμνημαι χρησιμεύει ὡς ἐνεστὼς παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις): οἱ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ [[μνάομαι]] ([[ὅπερ]] καὶ αὐτὸ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἰδιαιτέρων τινῶν σημασιῶν): μέλλ. μνήσομαι Ὀδ. Ζ. 192, Εὐρ. Ι. Α. 667· μνησθήσομαι Ἡρόδ. 6. 19, Εὐρ. Μήδ. 933, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μεμνήσομαι Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581, Ἡρόδ., Εὐρ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· - ἀόρ. ἐμνησάμην: ἀπαρ. μνήσασθαι, Ὅμ., Τυρταῖ. 9. 1, Ἡρόδ. 7. 39, ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Ο. Τ. 564· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἐμνήσθην (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 118), Σοφ. Ἠλ. 373, 1252, κτλ.· - πρκμ. μέμνημαι, παρ’ Ἀττ. ἀείποτε [[μετὰ]] σημ. ἐνεστ., ὡς τὸ Λατ. memini, ὡς καὶ παρ’ Ὁμ. [[συχνάκις]]: β΄ ἑνικ. μέμνηαι Ἰλ. Φ. 442, ἢ μέμνῃ Ο. 18, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104· προστ. μέμνησο, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., Ἰων. [[μέμνεο]] Ἡρόδ. 5. 105· ὑποτακτ. μέμνωμαι, -ώμεθα Ὀδ. Ξ. 168, Σοφ. Ο. Τ. 49· Ἰων. -εώμεθα Ἡρόδ. 7. 47· εὐκτ. μεμνῄμην Ἰλ. Ω. 745, -ῇτο Ἀριστοφ. Πλ. 991 ([[ἴσως]] διορθωτέον μεμνῇο, -ῇτο ἀντὶ τῶν -ῷο ἢ -οῖο, -ῷτο ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, Κύρ. 1. 6, 3· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μεμνέῳτο Ἰλ. Ψ. 361, Δωρ. γ΄ πληθ. μεμναίατο (ἢ [[μᾶλλον]] -ᾴατο) παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 277: ἀπαρ. μεμνῆσθαι: μετοχ. μεμνημένος: ὑπερσ. ἐμεμνήμην Ἰσοκρ. 240Α, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104. - Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι- ὑπο-[[μιμνήσκω]]. [μέμνημαι, Gaisf. εἰς Ἡφαιστ. σ. 218]. Ἀναμιμνήσκομαί τι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι. Συντάσσεται, [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτ., Τυδέα δ’ οὐ μέμνημαι Ἰλ. Ζ. 222, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 168, Ἡρόδ. 7. 18, Αἰσχύλ. Χο. 492, Σοφ. Ο. Τ. 1057· - κοινότερον [[μετὰ]] γεν., ἀλκῆς μιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι τὴν (ἐν πολέμῳ) ἀνδρείαν μου, ἀνέρες [[ἔστε]], φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, φάνητε ἄνδρες, ὦ φίλοι, καὶ ἐνθυμήθητε τὴν πολεμικήν σας ἀνδρείαν, Ἰλ. Ζ. 112· μεμνημένος ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ Ὀδ. Δ. 151· ἀμφὶ Διώνυσον... μνήσομαι Ὁμ. Ὕμν. 6. 1· περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 192, πρβλ. 1. 36., 9. 45, καὶ Πλάτ. Φίληβ. 31Α. 2) μετ’ ἀπαρ., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι Ἰλ. Ρ. 364· μέμνησο δ’ εἴκειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 202· μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 496· μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ [[εἶναι]] Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 39· μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 27Β. 3) μεθ’ Ὅμ., [[μετὰ]] μετοχ., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων [[μέλη]], ἂς φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του ὅτι τὰ [[μέλη]] (τοῦ σώματός του) [[ἅπερ]] καλύπτει δι’ ἐνδυμάτων [[εἶναι]] θνητά, Πινδ. Ν. 11. 20· μέμνημαι κλύων Αἰσχύλ. Ἀγ. 830· μ. ἐλθών, ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔχω ἐλθεῖ, Εὐρ. Ἑκ. 244· μ. ἀκούσας Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3, κτλ.· - οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μέμνησ’, [[ὅπως]] εὖ μοι στομώσεις αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1107· μν. ὅτι δεῖ Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25. 4) ἀπολ., μεμνήσομαι, θὰ ἐνθυμῶμαι, δὲν θὰ λησμονήσω, Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581· ἀφ’ οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Θουκ. 2. 8, πρβλ. 5. 66· [[οὕτως]] ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. μεμνημένος ἐν προσταγῇ, ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω, [[οὕτως]] [[ἕκαστος]] ὑμῶν μεμνημένος τῆς ἀλκῆς ἢ τῆς ἀρετῆς μαχέσθω, Ἰλ. Τ. 153, πρβλ. Ε. 263, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 420, κτλ. ΙΙ. ἐνθυμοῦμαί τι καὶ [[λέγω]] αὐτὸ εἴς τινα, [[μετὰ]] γεν., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Ὀδ. Δ. 331· Μοῦσαι, μνησαίαθ’ ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (ὅ ἐστι τῶν, ὅσοι) Ἰλ. Β. 492· ἐν τῷ παθ., ἀορ. μνησθῆναι, Ὀδ. Δ. 118, Σοφ. Φιλ. 310· μνησθῆναι [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 36, πρβλ. 9. 45· [[περί]] τινος εἴς τινα Θουκ. 8. 47, πρβλ. 1. 10, 37, κτλ.· μνησθεὶς [[ὑπὲρ]] τῆς εἰρήνης Δημ. 232. 9· μν. τινος [[πρός]] τινα Λυσ. 93. 28· - σπαν. μετ’ αἰτ., Πινδ. Ι. 8 (7). 59. ΙΙΙ. ἐπιμελοῦμαι, μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν Ὀδ. Σ. 267· ἀλλ’ ἄγετ’... μνησόμεθα βρώμης, ἀλλ’ ἂς φροντίσωμεν περὶ βρώσεως, δηλ. ἂς φάγωμεν, Ι. 177· ὡς μεμνέῳτο δρόμους (ἢ δρόμου), [[ὅπως]] ἐπισκοπῇ καὶ κρίνῃ περὶ τῶν [[δρόμων]], Ἰλ. Ψ. 361· χάρμης, δαιτός, σίτου, μν., Ὅμηρ. - Ὑπάρχει καὶ γραφὴ μιμνῄσκω ἐν ἐπιγραφαῖς ἴδε Meisterh 2 139.
|lstext='''μιμνήσκω''': μέλλ. μνήσω: ἀόρ. ἔμνησα· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[μνάομαι]], σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασιασμόν· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. *μάω)· - [[ἀναμιμνήσκω]], ὑπενθυμίζω, μνήσει δέ τε καὶ θεὸς αὐτὸς Ὀδ. Μ. 38· τινός, [[περί]] τινος πράγματος, ἐπεί μ’ ἔμνησας ὀϊζύος Γ. 103· τῶν σ’ [[αὖτις]] μνήσω Ἰλ. Ο. 31, πρβλ. Α. 407· μηδέ με τούτων μίμνησκ’ Ὀδ. Ξ. 169, πρβλ. Θέογν. 1123, Θεόκρ. 15. 36. ΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 11. 21, ἐν τῷ Θρασυδαῖος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἐπὶ στέφανον βαλὼν πατρῴαν, [[ἔνθα]] ὁ Θρασυδαῖος κατέστησε τὸν πατρικὸν οἶκον ἀξιομνημόνευτον (ἔνδοξον) ῥίψας ἐπ’ [[αὐτοῦ]] καὶ τρίτον στέφανον, ἴδε Dissen. Τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] τὸ πλεῖστον Ἐπικ., μόνον [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῦτο ἐν λυρικῷ χωρίῳ, Εὐρ. Ἄλκ. 878· παρὰ τοῖς πεζογράφ. προετιμῶντο τὰ σύνθετα [[μετὰ]] τῶν προθέσ. ἀνα- ἢ ὑπο-. Β. Μέσ. καὶ Παθ. μιμνήσκομαι: προστ. -ήσκεο: παρατατ. μιμνήσκοντο Ὅμ. (Ὁ ἐνεστ. μόνον παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς Ψευδο-Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Α, Διον. Ἁλ.: τὸ μέμνημαι χρησιμεύει ὡς ἐνεστὼς παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις): οἱ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ [[μνάομαι]] ([[ὅπερ]] καὶ αὐτὸ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἰδιαιτέρων τινῶν σημασιῶν): μέλλ. μνήσομαι Ὀδ. Ζ. 192, Εὐρ. Ι. Α. 667· μνησθήσομαι Ἡρόδ. 6. 19, Εὐρ. Μήδ. 933, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μεμνήσομαι Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581, Ἡρόδ., Εὐρ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· - ἀόρ. ἐμνησάμην: ἀπαρ. μνήσασθαι, Ὅμ., Τυρταῖ. 9. 1, Ἡρόδ. 7. 39, ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Ο. Τ. 564· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἐμνήσθην (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 118), Σοφ. Ἠλ. 373, 1252, κτλ.· - πρκμ. μέμνημαι, παρ’ Ἀττ. ἀείποτε [[μετὰ]] σημ. ἐνεστ., ὡς τὸ Λατ. memini, ὡς καὶ παρ’ Ὁμ. [[συχνάκις]]: β΄ ἑνικ. μέμνηαι Ἰλ. Φ. 442, ἢ μέμνῃ Ο. 18, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104· προστ. μέμνησο, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., Ἰων. [[μέμνεο]] Ἡρόδ. 5. 105· ὑποτακτ. μέμνωμαι, -ώμεθα Ὀδ. Ξ. 168, Σοφ. Ο. Τ. 49· Ἰων. -εώμεθα Ἡρόδ. 7. 47· εὐκτ. μεμνῄμην Ἰλ. Ω. 745, -ῇτο Ἀριστοφ. Πλ. 991 ([[ἴσως]] διορθωτέον μεμνῇο, -ῇτο ἀντὶ τῶν -ῷο ἢ -οῖο, -ῷτο ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, Κύρ. 1. 6, 3· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μεμνέῳτο Ἰλ. Ψ. 361, Δωρ. γ΄ πληθ. μεμναίατο (ἢ [[μᾶλλον]] -ᾴατο) παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 277: ἀπαρ. μεμνῆσθαι: μετοχ. μεμνημένος: ὑπερσ. ἐμεμνήμην Ἰσοκρ. 240Α, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104. - Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι- ὑπο-[[μιμνήσκω]]. [μέμνημαι, Gaisf. εἰς Ἡφαιστ. σ. 218]. Ἀναμιμνήσκομαί τι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι. Συντάσσεται, [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτ., Τυδέα δ’ οὐ μέμνημαι Ἰλ. Ζ. 222, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 168, Ἡρόδ. 7. 18, Αἰσχύλ. Χο. 492, Σοφ. Ο. Τ. 1057· - κοινότερον [[μετὰ]] γεν., ἀλκῆς μιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι τὴν (ἐν πολέμῳ) ἀνδρείαν μου, ἀνέρες [[ἔστε]], φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, φάνητε ἄνδρες, ὦ φίλοι, καὶ ἐνθυμήθητε τὴν πολεμικήν σας ἀνδρείαν, Ἰλ. Ζ. 112· μεμνημένος ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ Ὀδ. Δ. 151· ἀμφὶ Διώνυσον... μνήσομαι Ὁμ. Ὕμν. 6. 1· περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 192, πρβλ. 1. 36., 9. 45, καὶ Πλάτ. Φίληβ. 31Α. 2) μετ’ ἀπαρ., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι Ἰλ. Ρ. 364· μέμνησο δ’ εἴκειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 202· μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 496· μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ [[εἶναι]] Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 39· μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 27Β. 3) μεθ’ Ὅμ., [[μετὰ]] μετοχ., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων [[μέλη]], ἂς φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του ὅτι τὰ [[μέλη]] (τοῦ σώματός του) [[ἅπερ]] καλύπτει δι’ ἐνδυμάτων [[εἶναι]] θνητά, Πινδ. Ν. 11. 20· μέμνημαι κλύων Αἰσχύλ. Ἀγ. 830· μ. ἐλθών, ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔχω ἐλθεῖ, Εὐρ. Ἑκ. 244· μ. ἀκούσας Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3, κτλ.· - οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μέμνησ’, [[ὅπως]] εὖ μοι στομώσεις αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1107· μν. ὅτι δεῖ Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25. 4) ἀπολ., μεμνήσομαι, θὰ ἐνθυμῶμαι, δὲν θὰ λησμονήσω, Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581· ἀφ’ οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Θουκ. 2. 8, πρβλ. 5. 66· [[οὕτως]] ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. μεμνημένος ἐν προσταγῇ, ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω, [[οὕτως]] [[ἕκαστος]] ὑμῶν μεμνημένος τῆς ἀλκῆς ἢ τῆς ἀρετῆς μαχέσθω, Ἰλ. Τ. 153, πρβλ. Ε. 263, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 420, κτλ. ΙΙ. ἐνθυμοῦμαί τι καὶ [[λέγω]] αὐτὸ εἴς τινα, [[μετὰ]] γεν., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Ὀδ. Δ. 331· Μοῦσαι, μνησαίαθ’ ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (ὅ ἐστι τῶν, ὅσοι) Ἰλ. Β. 492· ἐν τῷ παθ., ἀορ. μνησθῆναι, Ὀδ. Δ. 118, Σοφ. Φιλ. 310· μνησθῆναι [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 36, πρβλ. 9. 45· [[περί]] τινος εἴς τινα Θουκ. 8. 47, πρβλ. 1. 10, 37, κτλ.· μνησθεὶς [[ὑπὲρ]] τῆς εἰρήνης Δημ. 232. 9· μν. τινος [[πρός]] τινα Λυσ. 93. 28· - σπαν. μετ’ αἰτ., Πινδ. Ι. 8 (7). 59. ΙΙΙ. ἐπιμελοῦμαι, μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν Ὀδ. Σ. 267· ἀλλ’ ἄγετ’... μνησόμεθα βρώμης, ἀλλ’ ἂς φροντίσωμεν περὶ βρώσεως, δηλ. ἂς φάγωμεν, Ι. 177· ὡς μεμνέῳτο δρόμους (ἢ δρόμου), [[ὅπως]] ἐπισκοπῇ καὶ κρίνῃ περὶ τῶν [[δρόμων]], Ἰλ. Ψ. 361· χάρμης, δαιτός, σίτου, μν., Ὅμηρ. - Ὑπάρχει καὶ γραφὴ μιμνῄσκω ἐν ἐπιγραφαῖς ἴδε Meisterh 2 139.
}}
{{Autenrieth
|auten=and [[μνάομαι]], [[act]]. pres. imp. μίμνησκ, fut. μνήσω, aor. ἔμνησας, subj. μνήσῃ, [[part]]. μνήσᾶσα, [[mid]]. μιμνήσκομαι, [[part]]. μνωομένω, ipf. [[μνώοντο]], fut. [[μνήσομαι]], aor. ἐμνήσατο, μνήσαντο, imp. [[μνῆσαι]], perf. [[μέμνημαι]], [[μέμνηαι]] and [[μέμνῃ]], subj. [[μεμνώμεθα]], opt. μεμνῄμην, [[μεμνέῳτο]], fut. perf. μεμνήσομαι, inf. -[[εσθαι]], [[pass]]. aor. inf. [[μνησθῆναι]]: [[act]]., [[remind]], τινά (τινος), Od. 12.38, Il. 1.407; [[mid]]., [[call]] to [[mind]], [[remember]], and in words, [[mention]], τινός, [[also]] τινά or τὶ, [[περί]] τινος, Od. 7.192; [[φύγαδε]], ‘[[think]] on [[flight]],’ Il. 16.697; the perf. has pres. signif., ‘[[remember]],’ implying [[solicitude]], mindfulness, Od. 18.267.
}}
}}