γηθυλλίς: Difference between revisions

big3_10
(6_12)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γηθυλλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[γήθυον]] (κατὰ τὸν Μοῖρ. 115, τὸ παρ’ Ἀττ. ἰσοδύναμον πρὸς τὸ [[ἀμπελόπρασον]] · Ἐπίχ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ γᾱθυλλίς) 89 Ahr., Εὔβουλ. Πορν. 2, Νίκ. Ἀλ. 431.
|lstext='''γηθυλλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[γήθυον]] (κατὰ τὸν Μοῖρ. 115, τὸ παρ’ Ἀττ. ἰσοδύναμον πρὸς τὸ [[ἀμπελόπρασον]] · Ἐπίχ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ γᾱθυλλίς) 89 Ahr., Εὔβουλ. Πορν. 2, Νίκ. Ἀλ. 431.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γᾱθυλλίς Epich.80<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cebolla]] o [[cebolleta]] variedad del [[Allium cepa L.]] ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.<i>Al</i>.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, <i>IG</i> 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.<br /><b class="num">2</b> [[ajopuerro]] Moer.106.
}}
}}