ἀπολεπτυσμός: Difference between revisions

big3_6
(6_19)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολεπτυσμός''': -οῦ, ὁ, τὸ ἀπολεπτύνειν ἢ απολεπτύνεσθαι, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 99.
|lstext='''ἀπολεπτυσμός''': -οῦ, ὁ, τὸ ἀπολεπτύνειν ἢ απολεπτύνεσθαι, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 99.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[atenuación]]op. ἐρεθισμός Antyll. en Orib.6.10.17.
}}
}}