ἀτόρνευτος: Difference between revisions

big3_7
(6_18)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτόρνευτος''': -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου [[στρογγύλος]], Γλωσσ.
|lstext='''ἀτόρνευτος''': -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου [[στρογγύλος]], Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no contorneado]], [[no redondeado]], <i>Gloss</i>.2.250.
}}
}}