διάφλυξις: Difference between revisions

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source
(6_8)
 
(big3_11)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάφλυξις''': -εως, ἡ, [[ὑπέρβλυσις]], [[ἀνάζεσις]], ἀναβρασμός, «ξεχείλισμα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.
|lstext='''διάφλυξις''': -εως, ἡ, [[ὑπέρβλυσις]], [[ἀνάζεσις]], ἀναβρασμός, «ξεχείλισμα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. nom. διαφλύξιες]<br />[[empapamiento]] Hp. en Gal.19.92.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διάφλυξις: -εως, ἡ, ὑπέρβλυσις, ἀνάζεσις, ἀναβρασμός, «ξεχείλισμα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ

• Morfología: [plu. nom. διαφλύξιες]
empapamiento Hp. en Gal.19.92.