διερριμμένως: Difference between revisions

big3_11
(6_6)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διερριμμένως''': ἐπίρρ., ἐκ παρέργου, ἀμελῶς, «σκορπιστά», Λατ. sparsim, Πολύβ. 3. 58, 3.
|lstext='''διερριμμένως''': ἐπίρρ., ἐκ παρέργου, ἀμελῶς, «σκορπιστά», Λατ. sparsim, Πολύβ. 3. 58, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre part. perf. pas. de [[διαρρίπτω]] [[en forma dispersa]] ῥητέον δέ τι ... οὐκ ... δ. Plb.3.58.3, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.12.56, 7.18.110.
}}
}}