ἐνδιαιτάομαι: Difference between revisions

big3_14
(Bailly1_2)
(big3_14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />vivre <i>ou</i> habiter dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], διαιτάομαι.
|btext=-ῶμαι;<br />vivre <i>ou</i> habiter dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], διαιτάομαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[vivir]], [[habitar]] c. suj. de pers. o anim. ὄφιν μέγαν ... ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.8.41, ὅπως (οἰκία) ἡδίστη τε ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ χρησιμωτάτη ἔσται X.<i>Mem</i>.3.8.8, cf. Crates Theb.<i>SHell</i>.364.3, I.<i>AI</i> 3.300, ὡς ἐν οἰκητηρίοις Posidon.62a, ὄρνις ... ἀεὶ τῇ θαλάττῃ ἐνδιατωμένη Aesop.25.3<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. de abstr. [[habitar]], [[permanecer]] [[ἄγραφος]] μνήμη παρ' ἑκάστῳ ... ἐνδιαιτᾶται Th.2.43, τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖν Plu.2.608e, cf. Lib.<i>Or</i>.64.116, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐρῶντος ἐνδιαιτᾶσθαι τῇ τοῦ ἐρωμένου Plu.2.759c, τῷ θεῷ ... ἐνδιαιτᾶσθαι [[δεῖ]] τὸ [[ἅγιον]] πνεῦμα Dion.Rom. en Ath.Al.<i>Decr</i>.26, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.163.18, Synes.<i>Regn</i>.29, ἐν ᾧ (κόσμῳ) ψυχὴ ἐνδιαιτᾶται Plot.4.8.2.<br /><b class="num">2</b> [[permanecer]], [[residir]] temporalmente τῇ Ῥώμῃ I.<i>AI</i> 17.84, καθ' ἃς (ἡμέρας) ἐνδιαιτᾶσθαι τῷ ναῷ τοῖς μὴ ἱερωμένοις ἀπηγόρευτο Hld.8.3.5.
}}
}}