ἔνῳδος: Difference between revisions

big3_15
(6_15)
(big3_15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνῳδος''': ον ἢ ἐνῳδός, όν, ὁ ἐνέχων ᾠδήν, [[μουσικός]], Νικομ. Ἁρμ. 5 κ. ἀλλ. ‒ Ἐπίρρ. ἐνῴδως ἢ -δῶς, [[αὐτόθι]].
|lstext='''ἔνῳδος''': ον ἢ ἐνῳδός, όν, ὁ ἐνέχων ᾠδήν, [[μουσικός]], Νικομ. Ἁρμ. 5 κ. ἀλλ. ‒ Ἐπίρρ. ἐνῴδως ἢ -δῶς, [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> acent. ἐνῳδός Plu.2.405e, Nicom.<i>Harm</i>.2 (p.240)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mús. [[del canto]], [[musical]] τὸ διαστηματικὸν (εἴδος) τὸ ἔ. Nicom.2 (p.238), τῆς ἐνῳδοῦ (<i>sic</i>) φωνῆς la voz musical, e.e., el canto</i> Nicom.<i>Harm</i>.2 (p.240), ἐνῳδὸν ... γῆρυν Plu.l.c.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[objeto de cantos]] ἡ Πινδάρου λύρα ... ἔνῳδον ἀνθρώποις ἀεὶ ποιεῖ τὸν Ἱέρωνα Him.43.4.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[musicalmente]], [[con cantos]] (ἡ ἀνθρωπίνη φωνή) ἐ. προχωρεῖ Nicom.<i>Harm</i>.2 (p.240).
}}
}}