ἐνσφίγγω: Difference between revisions

big3_15
(6_3)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσφίγγω''': [[σφίγγω]] ἔν τινι, προσδένω σφιγκτὰ εἴς τι, [[ἔπειτα]] περόναις καὶ κατακλείσεσιν αὐτοὺς ἔσφιγγον τῇ τραπέζῃ Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 8.
|lstext='''ἐνσφίγγω''': [[σφίγγω]] ἔν τινι, προσδένω σφιγκτὰ εἴς τι, [[ἔπειτα]] περόναις καὶ κατακλείσεσιν αὐτοὺς ἔσφιγγον τῇ τραπέζῃ Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[fijar]], [[sujetar]], [[ajustar a]] περόναις ... αὐτοὺς (πόδας) ἐνέσφιγγον τῇ τραπέζῃ I.<i>AI</i> 12.70, en v. pas. οἷόν τι σικάλοις ἐνεσφιγμένον como algo cogido con lazo</i> ref. a la presa capturada por el león hambriento, Cyr.Al.M.71.992A, glos. a ἐλέλικτο <i>EM</i> 328.36G.
}}
}}