ψήφισμα: Difference between revisions

2,316 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l’assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l’assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ψάπιγμα]] και [[ψάφιγμα]] Α<br /><b>1.</b> [[απόφαση]] που λαμβάνεται με [[ψηφοφορία]]<br /><b>2.</b> (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) [[απόφαση]] για οποιοδήποτε [[θέμα]] η οποία λαμβανόταν με [[ψηφοφορία]] από την [[βουλή]] ή από την [[εκκλησία]] του δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ ψηφίσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ψήφιση]]<br /><b>2.</b> [[νόμος]] με αυξημένη τυπική ισχύ<br /><b>3.</b> (δημ. δίκ.) ανώτατης ισχύος πολιτειακό [[κείμενο]] που ρυθμίζει θέματα συνταγματικού και, [[συναφώς]], νομοθετικού περιεχομένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[νόμος]]<br /><b>2.</b> [[κλήρος]] («ἀντὶ τοῡ εἰπεῑν ἐν τῷ δικαστηρίῳ κληρωθὲν τὸ [[γράμμα]] καὶ τὸ [[ψήφισμα]], ὅ ἐστιν ὁ [[κλῆρος]], δικάζειν τε καὶ δικαστὴν καθίστησιν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψήφισμα]] [[γράφω]]» — [[εισάγω]] [[πρόταση]] [[προς]] [[επικύρωση]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[ψήφισμα]] [[ἐπιψηφίζω]]»<br />(για πρόεδρο) [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]] <b>(Αισχίν.)</b><br />γ) «[[ψήφισμα]] νικῶ» — [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] με [[ψηφοφορία]] <b>(Αισχίν.)</b><br />δ) «[[ψήφισμα]] καθαιρῶ» — [[καταργώ]] ειλημμένο [[ψήφισμα]], [[καταργώ]] νόμο (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηφίζω]], -<i>ομαι</i>. Οι τ. [[ψάπιγμα]] / [[ψάφιγμα]] [[είναι]] παράλληλοι διαλεκτικοί τ. της αρχ., με ουρανικό [[σύμφωνο]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἐψάφιξα</i>)].
}}
}}